βρετίκι

βρετίκι
και βρετικό, το
τα εύρετρα, η αμοιβή που δίνεται σε κάποιον όταν βρει πράγμα που είχε χαθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βρετό «έκθετο παιδί», ουσιαστικοποιημένος τύπος του ουδετ. του επιθέτου βρετός* + -ικι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ευρετίκια — τα τα εύρετρα, τα βρετίκια. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. βρετίκι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”